κυνικοῦ

κυνικοῦ
κυνικός
dog-like
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Максим I Киник — В Википедии есть статьи о других людях с именем Максим. Максим I Киник Μάξιμος Α΄ ο Κυνικός 34 й архиепископ Константинопольский начало лета 3 …   Википедия

  • ιππαρχία — (5ος 4ος αι. π.Χ.). Σύζυγος του κυνικού φιλοσόφου Κράτη του Θηβαίου. Τον αγάπησε παρά την ασχήμια του και τον παντρεύτηκε παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς του. Καταγόταν από τη Μαρώνεια της Θράκης, ήταν κόρη πλούσιων γονέων και αδελφή του… …   Dictionary of Greek

  • BLAUTAE seu BLAUTIA — sandalii genus. Hesychius, βλαύτια, κρηπῖδες ἢ ςανδάλια, Blautia crepidae vel sandalia. Et quidem Cynicorum proprium: vetus Epigr. Leonidae Ο᾿ ςκήπων καὶ ταῦτα τὰ βλαύτια, πότνια Κύπρι, Α῎γκειται Κυνικοῦ ςκῦλα Ποσωχἀρεος Ο῎λπη τε ῥυπὀεςςα,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Απλοκύων — Ἁπλοκύων, ο (Α) 1. σκωπτική ονομασία του κυνικού φιλοσόφου Αντισθένη, που φορούσε τον χιτώνα του μονό αντί διπλό 2. ανόητος, μωρός …   Dictionary of Greek

  • αντισθενισμός — ἀντισθενισμός, ο (Α) ιδεολογία και τρόπος ζωής σύμφωνα με τη διδασκαλία του Κυνικού Αντισθένη …   Dictionary of Greek

  • επισωρεύω — (AM ἐπισωρεύω) (για πρόσ.) (ενεργ. και μέσ.) συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω (α. «τα πλήθη βλέπω να επισωρεύωνται», Κάλβος β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ) νεοελλ. συσσωρεύω, σωριάζω («αυτός ο πόλεμος επισώρευσε πολλές συμφορές στη χώρα») μσν.… …   Dictionary of Greek

  • κυνογάμια — κυνογάμια, τὰ (Α) τελετή γάμου κυνικού φιλοσόφου («Ἱππαρχίαν... δημοσίῃ ἔγημε καὶ τά κυνογάμια ἐν τῇ Ποικίλη ἐτέλεσε», Θεοδώρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + γάμια (< γάμος), πρβλ. θεο γάμια, κοινο γάμια] …   Dictionary of Greek

  • υδροκύων — ο / ὑδροκύων, κυνός, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους οστεοϊχθύων αρχ. ως κύριο όν. Ὑδροκύων τίτλος σάτιρας τού Ουάρρωνος, γραμμένης κατά τον τρόπο τού κυνικού φιλοσόφου Μενίππου, η οποία δεν έχει διασωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • Ανδροσθένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Λοχαίου από το Μαίναλο της Αρκαδίας (5ος αι. π.Χ.). Νίκησε δύο φορές στο παγκράτιο, στην Ολυμπία, όπου υπήρχε ανδριάντας του που έφτιαξε o συμπατριώτης του Νικόδαμος. 2. Αθηναίος γλύπτης (4ος αι. π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • Γουέμπστερ, Τζον — (John Webster, Λονδίνο, 1580; – 1625;). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη ζωή του· στα βιβλία του θεατρικού ιμπρεσάριου Φίλιπ Χένσλοου αναφέρεται ότι από το 1602 έως το 1607 συνεργάστηκε με τον Ντέκερ, τον Μάρστον και άλλους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”